ροδόσταγμα

ροδόσταγμα
το / ῥοδόσταγμα, ΝΑ, και ροδόσταμα και ροδόσταμο, Ν
νεοελλ.
1. παράλληλο παράγωγο τής απόσταξης τών ρόδων κατά την παραλαβή τού ροδελαίου, με πολύ γλυκό άρωμα, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία, ζαχαροπλαστική κ.ά., αλλ. ροδόνερο
2. διάλυμα ροδελαίου σε νερό
αρχ.
υγρό από ροδοπέταλα μαζί με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + στάγμα (< στάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ῥοδόσταγμα — extract of roses prepared with honey neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοσταγμάτων — ῥοδόσταγμα extract of roses prepared with honey neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοστάγμασιν — ῥοδόσταγμα extract of roses prepared with honey neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοστάγματα — ῥοδόσταγμα extract of roses prepared with honey neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοστάγματι — ῥοδόσταγμα extract of roses prepared with honey neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοστάγματος — ῥοδόσταγμα extract of roses prepared with honey neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • родостама — розовая вода , Аввакум 333, др. русск. радостома (Хож. Игн. Смольн. 8). Из ср. греч. ῥοδόσταμα от греч. ῥοδόσταγμα; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 165 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • родостама — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  (ῥοδόσταγμα) розовая вода, употребляемая при освящении… …   Словарь церковнославянского языка

  • οινορρόδινον — οἰνορρόδινον, τὸ (ΑΜ) μίγμα από οίνο και ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ῥόδινος (< ῥόδον)] …   Dictionary of Greek

  • ροδοκάνι — το, Ν δοχείο με διάτρητο πώμα για ραντισμό με ροδόσταγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδο + κανί «ραντιστήρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”